- οιδματοεις
- οἰδματόεις-όεσσα -όεν волнующийся, бурный
(πόρος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόρος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οιδματόεις — οἰδματόεις, εσσα, εν (Α) κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, ατος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
οἰδματόεντα — οἰδματόεις billowy neut nom/voc/acc pl οἰδματόεις billowy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)